-
1 προ-ϊάλλω
προ-ϊάλλω, hervor- od. heraus-, entsenden; Hom. nur impf. ohne Augment, ἐμὲ Ζεὺς ἀπ' οὐρανόϑεν προΐαλλεν, Il. 8, 365, vgl. 11, 3; ἐμὲ ἀγρόνδε προίαλλε, Od. 15, 369; Theocr. 25, 235.
См. также в других словарях:
επαλέξω — ἐπαλέξω (Α) 1. βοηθώ, επικουρώ («αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ οὐρανόθεν προΐαλλεν», Ομ. Ιλ.) 2. αποκρούω, απομακρύνω («μὴ ποτ ἐπὶ Τρώεσσιν ἀλεξήσειν κακὸν ἧμαρ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλέξω «προστατεύω»] … Dictionary of Greek